- φλούδι
- το / φλούδιον, ΝΜΑ, και φλοίδι Ν [φλοιός / φλοῡς]νεοελλ.κέλυφος, τσόφλι («το φλούδι τού αβγού»)νεοελλ.-μσν.φλοιόςαρχ.υποκορ. τού φλόος* (II).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλούδι — φλούδι, το και φλοίδι, το φλούδα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άχνη — η (AM ἄχνη, Α και ἄχνα, δωρ. τ.) 1. αχνός, ατμός 2. λεπτή σκόνη από αλεύρι 3. σκόνη από μέταλλο αρχ. 1. (για υγρό) αφρός (ιδίως της θάλασσας) 2. δροσιά, πάχνη 3. καπνός 4. το φλούδι που παρασύρει ο άνεμος κατά το λίχνισμα, το λεπτό άχυρο 5. ιατρ … Dictionary of Greek
-ούδι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. ούδι(ο)ν (πρβλ. λαγ ούδιν) από ουσ. με θέμα σε ου + υποκορ. κατάλ. (ι)διον: βοῡς > βούδιον, ὀστοῡν > οστούδιον, χνοῡς > χνούδιον, φλοῡς > φλούδιον.Παραδείγματα … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
λέπισμα — (I) λέπισμα, τὸ (Α) [λεπίζω (Ι)], αυτό που αφαιρείται με ξεφλούδισμα, το φλούδι. (II) το ζωολ. γένος θυσάνουρων εντόμων τής οικογένειας λεπισμίδες … Dictionary of Greek
λεπυρός — ή, ό (Α λεπυρός, ά, όν, ποιητ. τ. θηλ. λεπυρή) [λέπυρον] (για καρπό) αυτός που έχει λέπυρο, δηλ. λεπτό περίβλημα, φλούδι («λεπυρὸς ἀθέρων στάχυς», Νίκ.) αρχ. φρ. «λεπυρὴ γενέθλη» γόνος μέσα σε κέλυφος, σε τσόφλι («καθ ὕλην ᾠοτόκοι ὄφιες λεπυρὴν… … Dictionary of Greek
φλίδι — το, Ν βλ. φλούδι … Dictionary of Greek
φλοίδι — το, Ν βλ. φλούδι … Dictionary of Greek
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek
φλουδάτος — η, ο, Ν φλουδερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλούδα / φλούδι + κατάλ. άτος (πρβλ. μελ άτος)] … Dictionary of Greek